- πυροβολική
- η, Νστρ. βλ. πυροβολικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πυροβολικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει η αναφέρεται στο πυροβόλο 2. το θηλ. ως ουσ. η πυροβολική στρ. η τεχνική τής ανάπτυξης, χρησιμοποίησης και συντήρησης όλων τών πολεμικών όπλων που χαρακτηρίζονται ως πυροβόλα, δηλ. ως όπλα που βάλλουν βλήματα μεγάλου… … Dictionary of Greek
Ζορμπάς, Νικόλαος — (Μαγνησία, Μικρά Ασία 1844 – Αθήνα 1920). Στρατιωτικός. Σπούδασε στη Σχολή Ευελπίδων και σε στρατιωτικές σχολές της Γαλλίας. Μετά τη συμπλήρωση των σπουδών του υπηρέτησε σε διάφορες μονάδες και διετέλεσε προσωπάρχης στο υπουργείο Στρατιωτικών και … Dictionary of Greek
Μπότασης — Οικογένεια Σπετσιωτών που καταγόταν από το Κρανίδι, μέλη της οποίας διέπρεψαν στο ναυτικό εμπόριο και πρόσφεραν σημαντικές υπηρεσίες στην Επανάσταση. 1. Γκίκας (1761 1831). Ενίσχυσε την Επανάσταση και, με τη συνεργασία της Μπουμπουλίνας και άλλων … Dictionary of Greek